- νωτόρνις
- (notonis). Πτηνό της Νέας Ζηλανδίας που έχει μέγεθος όρνιθας, κόκκινο ράμφος και πόδια και φτερά γαλαζοπράσινα. Υπάρχουν μόνο ελάχιστα άτομα σε δάση της Νέας Ζηλανδίας.
* * *ηζωολ. καλοβατικό πτηνό τής Νέας Ζηλανδίας που ανήκει στην οικογένεια ραλλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. notornis < νῶτον + ὄρνις].
Dictionary of Greek. 2013.